ἀτιμάζεις

ἀτιμάζεις
ἀτῑμάζεις , ἀτιμάζω
hold in no honour
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • богобезчьствовати — БОГОБЕЗЧЬСТВ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Не почитать, оскорблять бога, богохульствовать: еси судии. преступленьемь закона. б҃гобеществуеши. (τὸν ϑεὸν ἀτιμάζεις) ПНЧ XIV, 104г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ατιμάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. περιφρονώ, εξευτελίζω, ντροπιάζω: Δεν ατιμάζεις μονάχα τον εαυτό σου μ αυτά που έκανες, αλλά κι όλη σου την οικογένεια. 2. (για γυναίκες), βιάζω, διακορεύω: Την ατίμασε και τώρα δε θέλει να την παντρευτεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”